Τη σφραγίδα εμπεριστατωμένης επιστημονικής μελέτης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και την αποδοχή των 194 κρατών-μελών του έχουν, από σήμερα, οι προοπτικές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παγκοσμίως και η συμβολή τους στην προσπάθεια να αποτραπεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη πάνω από 2 βαθμούς Κελσίου. Σε έκθεση-ορόσημο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) διατυπώνεται η εκτίμηση ότι έως και το 77% της παγκόσμιας προσφοράς ενέργειας ενδέχεται να καλύψουν, στα μέσα του 21ου αιώνα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), αν υποστηριχθούν από τις κυβερνητικές πολιτικές που απαιτούνται για την προώθηση της «πράσινης» ενέργειας.
Τα συμπεράσματα της περίπου 900 σελίδων έκθεσης, με τίτλο «Ειδική Έκθεση για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και ο Μετριασμός της Κλιματικής Αλλαγής», που είναι και η πρώτη σε βάθος εξέταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από την IPCC, ενέκριναν σήμερα στο Άμπου Ντάμπι οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων 194 χωρών του πλανήτη.
Στα συμπεράσματα της, κυριαρχεί η εκτίμηση ότι η αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη σωρευτική εξοικονόμηση αερίων του θερμοκηπίου, ισοδύναμων με 220 έως 560 γιγατόνους διοξειδίου του άνθρακα, το διάστημα 2010-2050. Σύμφωνα με το πλέον αισιόδοξο σενάριο που εξετάστηκε - περισσότεροι από 120 επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων μελέτησαν πάνω από 160 σενάρια για την πιθανή διείσδυση των ΑΠΕ μέχρι το 2050 και ανέλυσαν σε βάθος τέσσερα - η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά ένα τρίτο, σε σχέση με το καλούμενο σενάριο αναφοράς, δηλαδή τη διατήρηση των σημερινών πολιτικών, θα συντελέσει στη συγκράτηση της συγκέντρωσης των αερίων στα 450 μέρη ανά εκατομμύριο. Αυτή η εξέλιξη, με τη σειρά της, θα βοηθήσει στο να μην ανέλθει η θερμοκρασία του πλανήτη περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου, στόχος που έχει αναγνωρισθεί από τις συμμετέχουσες χώρες στη Διάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα στο Κανκούν, στο Μεξικό, τον περασμένο Δεκέμβριο.
Κάθε άλλο παρά ανεδαφικές είναι οι προοπτικές που σκιαγραφούνται στην έκθεση. Οι επενδύσεις που απαιτούνται αντιστοιχούν μόνον στο 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σημειώνει ο πρόεδρος της IPCC Ρατζέντρα Πατσάουρι. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι συνολικές επενδύσεις που χρειάζονται, για να επιτευχθούν οι στόχοι, που έχουν τεθεί σχετικά με τα αέρια του θερμοκηπίου θα ανέλθουν πιθανά σε 5,1 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία και στα 7,2 τρισ. δολάρια, το διάστημα μεταξύ 2012 και 2030.
«Η έκθεση δείχνει ότι είναι οι κυβερνητικές πολιτικές και όχι η διαθεσιμότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που θα καθορίσουν κατά πόσον η ανάπτυξη των ΑΠΕ θα αυξηθεί ή θα περιοριστεί, μέσα στις επόμενες δεκαετίες», υπογράμμισε, κατά τη σημερινή παρουσίαση, ο εκ των προέδρων της Τρίτης Ομάδας Εργασίας Ραμόν Πιχς. «Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι εκεί που ζουν οι περισσότεροι από τα 1,4 δισεκατομμύρια του πλανήτη που δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και όπου απαντώνται οι βέλτιστες συνθήκες για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων», πρόσθεσε.
Αν και οι συγγραφείς είναι αισιόδοξοι για το μέλλον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σημειώνουν ότι πολλές τεχνολογίες ΑΠΕ παραμένουν πιο ακριβές από τα ορυκτά καύσιμα και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ πρέπει να εικοσαπλασιαστεί για να αποφευχθούν τα επικίνδυνα επίπεδα υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ωστόσο, αν περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως ρύποι και αέρια του θερμοκηπίου, συνυπολογιστούν στις ενεργειακές τιμές, θα καταστούν ελκυστικότερες περισσότερες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Θεωρείται, πάντως, ότι οι ΑΠΕ θα συμβάλουν περισσότερο από ό,τι η πυρηνική τεχνολογία και η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα, στην προσφορά ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα, ως το 2050.
Αναλυτικά, οι εκτιμήσεις των συγγραφέων της έκθεσης κάνουν λόγο για το ότι το μερίδιο της βιοενέργειας στο συνολικό ενεργειακό μείγμα ΑΠΕ θα συρρικνωθεί, πιθανά, μέσα στις επόμενες δεκαετίες, αλλά μπορεί να προμηθεύει 100 έως 300 EJ (ένα exajoule ισοδυναμεί με 10 στη δεκάτη ογδόη joules) έως το 2050. Οι τεχνολογίες ηλιακής ενέργειας αναμένεται να προμηθεύουν έως και 130 EJ ετησίως, ενώ οι τεχνολογίες γεωθερμίας να καλύπτουν πάνω από το 3% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης και περίπου 5% της παγκόσμιας ζήτησης για θέρμανση. Το μερίδιο των υδροηλεκτρικών στην παγκόσμια τροφοδοσία με ηλεκτρική ενέργεια αναμένεται να συρρικνωθεί στο 10% έως 14%. Οι τεχνολογίες κινητικής, θερμικής και χημικής ενέργειας θαλασσών βρίσκονται, ως επί το πλείστον, σε φάση επίδειξης και πιλοτικών προγραμμάτων και προβλέπεται να προσφέρουν έως και 7 EJ το χρόνο ως το 2050. Τέλος, οι τεχνολογίες αιολικής ενέργειας αναμένεται να αυξήσουν σε πάνω από 20% το μερίδιό τους, ως τα μέσα του 21ου αιώνα.
«Πρόκειται για πρόσκληση στις κυβερνήσεις να εγκαινιάσουν μια ριζική επανεξέταση των πολιτικών τους και να θέσουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο κέντρο της σκηνής», τονίζει ο διευθυντής για θέματα ΑΠΕ στην Greenpeace International Σβεν Τένσκε, ο οποίος ήταν ένας εκ των συγγραφέων της έκθεσης.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ