Του Στέφανου Γεωργιάδη ["Φ" 05/10/2008]Ίσως να μην υπάρχει άλλος τομέας δημόσιας πολιτικής πέραν της χωροταξίας/πολεοδομίας που να καταδεικνύει πιο απλά τις σύνθετες ανταλλαγές μεταξύ των οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών απαιτήσεων από τη διαχείριση των περιορισμένων και μη ανανεώσιμων πόρων εδάφους, ιδιαίτερα σε μία μικρή σε έκταση χώρα όπως η Κύπρος.
Η τρίπτυχη εξισορρόπηση που πρέπει να επιτευχτεί διά μέσου της πολεοδομικής/χωροτάξικής πολιτικής είναι
α) να προστατευτεί το έδαφος με τις διάφορες οικολογικές λειτουργίες του,
β) να παρασχεθεί σε λογικό κόστος προσιτή και επαρκής γη για ανθρώπινη χρήση (οικιστική, οικονομική κλπ) και
γ) να κρατηθούν ανοικτές οι επιλογές διαχείρισης της γης για τις μελλοντικές γενεές.
Το έδαφος, ως το κορυφαίο στρώμα της γήινης διαστρωμάτωσης, παρέχει την ουσιαστική σύνδεση μεταξύ των συστατικών που αποτελούν το περιβάλλον μας. Διαμορφώνει αυτές τις συνδέσεις μέσω της ανταλλαγής των αερίων με την ατμόσφαιρα (όπως το διοξείδιο του άνθρακα), της ρύθμισης του κύκλου του ύδατος, της διάσπασης και αποθήκευσης οργανικών και άλλων ουσιών και αποτελεί τον βιότοπο για έναν πολύ ποικίλο βιόκοσμο.
Το έδαφος αποτελεί τη βάση για κάθε μορφή δόμησης (κτήρια, υποδομές μεταφορών και δικτύων κοινής ωφελείας), παρέχει μια άμεση πηγή πόρων (π.χ. μεταλλευμάτων) και ενεργεί ως φυσική δεξαμενή για τα δισεκατομμύρια των κυβικών μέτρων του ύδατος.
Επίσης, το έδαφος αποτελεί την αναγκαία βάση για τη παραγωγή τροφίμων, καυσίμων και άλλων πόρων από την οποία εξαρτάται η επιβίωση της ανθρωπότητας.
Τέλος το έδαφος αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον εμπερικλείει και προστατεύει τα απομεινάρια του παρελθόντος και είναι καθοριστικός παράγοντας του τοπίου που βλέπουμε σήμερα.
Παρόλη την τεράστια σημασία του και των ζωτικών λειτουργιών του, το έδαφος αντιμετωπίζει μια σειρά από απειλές. Η κλιματολογική αλλαγή λόγο του φαινομένου του θερμοκηπίου, είναι πιθανό να τροποποιήσει τις βασικές εδαφολογικές διαδικασίες, εφόσον αυτές επηρεάζονται άμεσα από τις αλλαγές στη θερμοκρασία, τις βροχοπτώσεις και τις αυξομειώσεις στη συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στη ατμόσφαιρα. Σοβαρή απειλή στο έδαφος αποτελεί επίσης η απώλεια εδαφολογικής βιοποικιλότητας και οργανικής ουσίας καθώς και η μόλυνση του εδάφους που επηρεάζουν αρνητικά ή αλλάζουν την εδαφολογική λειτουργία και αποτελούν κίνδυνο στη δημόσια υγεία.
Η συμπίεση του εδάφους ως αποτέλεσμα εκτενούς πίεσης λόγω της χρήσης βαριών μηχανημάτων και η σφράγιση του εδάφους αποτελούν σοβαρότατες απειλές συνδεδεμένες με την εκτεταμένη δόμηση και χρήση γης.
Τα φαινόμενα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε έναν αυξανόμενο κίνδυνο εδαφολογικής διάβρωσης, δομικής αποσταθεροποίησης με αυξημένο κίνδυνο κατολισθήσεων, απώλεια ζωτικών εδαφολογικών λειτουργιών και τοπικών πλημμύρων.
Συγκεκριμένα, η εδαφολογική σφράγιση μειώνει την επαναφόρτιση των υπόγειων υδροφορέων και αυξάνει τη ρύπανση των υδάτων με έμμεσες επιπτώσεις σε μεγάλες περιοχές λόγω του τεμαχισμού των βιότοπων και της διάσπασης των οικολογικών αξόνων. Είναι ξεκάθαρο ότι το έδαφος έχει τεράστια κοινωνικοοικονομική και περιβαλλοντική σημασίας και ως εκ τούτου οι απειλές θα πρέπει να περιοριστούν.
Αυτό έχει αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που υπολογίζει ότι το ετήσιο συνολικό κόστος της εδαφολογικής υποβάθμισης φτάνει μέχρι και ?38 δισεκατομμύρια για την ΕΕ ?25 δισεκατομμύρια. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή ενέκρινε μια εδαφολογική θεματική στρατηγική (COM (2006) 231) και μια οδηγία πλαισίου (COM (2006) 232) ως το καταλληλότερο μέσο για μια περιεκτική προσέγγιση στην εδαφολογική προστασία.
Ωστόσο, οι υπουργοί Περιβάλλοντος της ΕΕ δεν έχουν επιτύχει ακόμη πολιτική συμφωνία (συνεδρίαση του Συμβουλίου Περιβάλλοντος της ΕΕ στις 20/12/2007). Πρέπει να σημειωθεί ότι η αποδοτική, περιβαλλοντικά και κοινωνικά συνετή χρήση γης είναι μια βασική δέσμευση της Κύπρου μαζί με άλλα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών που πηγάζει από τη διάσκεψη Habitat II του 1996.
Η προτεινόμενη οδηγία περιέχει γενικές διατάξεις που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποτροπή της εδαφικής υποβάθμισης. Τα κράτη μέλη καλούνται να προσδιορίσουν τις περιοχές που αντιμετωπίζουν κινδύνους, να υιοθετήσουν στόχους μείωσης αυτών των κινδύνων και να καταρτίσουν προγράμματα μέτρων για την επίτευξη τους.
Επίσης, οφείλουν να προσδιορίσουν τις συγκεκριμένες τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση βάσει της λεγόμενης έκθεσης για την κατάσταση του εδάφους, και να διαμορφώσουν εθνική στρατηγική αποκατάστασης. Για μια ολοκληρωμένη αειφόρο πολιτική διαχείρισης της γης θα πρέπει να ελέγχονται οι χρήσεις γης ποσοτικά αλλά και ποιοτικά.
Η ποσοτική προσέγγιση θα πρέπει να στοχεύει στη μείωση της χρήσης γης και στη βαθμιαία αποσύνδεση της κατανάλωσης εδάφους από την οικονομική ανάπτυξη. Αυτός ο στόχος θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό άξονα της κυβερνητικής στρατηγικής για αειφόρο ανάπτυξη και του χωροταξικού σχεδίου της νήσου.
Δεδομένου ότι η περι-αστική ανάπτυξη αποτελεί ένα από τους κυριότερους καταναλωτές γης με αμετάκλητες επιπτώσεις είναι πιθανό ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί μια πιο περιοριστική πολιτική σε σχέση με τις επεκτάσεις του ορίου ανάπτυξης και τις αναπτύξεις εκτός των υφιστάμενων ορίων ανάπτυξης (π.χ. της μεμονωμένης κατοικίας και εξειδικευμένων αναπτύξεων).
Παράλληλα, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί στο εσωτερικό των υφιστάμενων ορίων ανάπτυξης η πολύ-λειτουργική και εντατικότερη χρήση γης (στο χρόνο και στο χώρο) με σκοπό την απορρόφηση των αναπτυξιακών πιέσεων. Για να πετύχει μια τέτοια πολιτική τον ανωτέρω στρατηγικό στόχο θα είναι αναγκαία η δημόσια παρέμβαση (π.χ. μέσο φορολογίας, απαλλοτρίωσης, αστικό αναδασμό) για να απελευθερωθεί όσο περισσότερη αδρανούσα γη έτσι ώστε η οποιαδήποτε δυνητικά αναπτύξιμη γη της οποίας παρεμποδίζεται η ανάπτυξη να μπορεί να αναπτυχθεί. Επίσης, θα είναι αναγκαία η αναβάθμιση της σχετικής υποδομής και των σχετικών υπηρεσιών.
Μία απαραίτητη πολιτική θα ήταν η επέκτασης και προστασία πράσινων χώρων και πράσινων αξόνων διαμέσου των πόλεων ως μέτρο μείωσης της εδαφικής σφράγισης και ουσιαστικό συστατικό του οικολογικού δικτύου της πόλης. Ένα τέτοιο δίκτυο θα μπορούσε επίσης να λειτούργει και ως αντιπλημμυρικό μέτρο με την ιδιότητα να απορροφά και να καθυστερεί τις υδάτινες απορροές σε περιπτώσεις έντονης βροχόπτωσης. Μια πιο αυστηρή πολιτική θα προνοούσε δημόσια παρέμβαση και τον καθορισμό εθνικού στόχου για νέες αναπτύξεις να υλοποιούνται σε τεμάχια που έχουν ήδη αναπτυχθεί και δεν χρησιμοποιούνται ή υπό-χρησιμοποιούνται (brownfield sites).
Παράλληλα, η οποιαδήποτε γη εντός και έκτος των ορίων ανάπτυξης που δεν έχει ήδη αναπτυχθεί θα μπορούσε να κηρύσσεται ως ανοικτός χώρος πρασίνου με οικολογική αξία ή για ανθρωπινή αναψυχή. Αυτή η πολιτική θα λειτουργούσε και ως αντικίνητρο κατά της κατακράτηση αστικής γης και της κερδοσκοπίας και θα διευκόλυνε τη πολιτική επέκτασης πράσινων χώρων και αξόνων εντός των αστικών περιοχών. Για να πετύχει μια τέτοια πολιτική θα είναι αναγκαίο να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η εντατικοποίησης της χρήσης γης εκεί που επιτρέπετε με σκοπό την απορρόφηση των αναπτυξιακών πιέσεων.
Η ποιοτική προσέγγιση στοχεύει στη βελτίωση της χρήσης του εδάφους. Θα μπορούσε να μειωθεί ο συντελεστή κάλυψης για να μειωθεί το ποσοστό σφραγισμένου εδάφους ενώ σε περιπτώσεις όπου είναι αναγκαία η επικάλυψη θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν υλικά τα οποία είναι πορώδης και διαμπερή στο νερό και στον αέρα και που επιτρέπουν τουλάχιστον τη μερική συνέχιση των ζωτικών λειτουργιών του εδάφους. Άλλη πρόταση θα προνοούσε την αντικατάσταση ορισμένων εδαφολογικών λειτουργιών από άλλες επιφάνειες όπως τις πράσινες στέγες και τους πράσινους τοίχους. Παράλληλα, θα μπορούσαν να εισαχθούν κανονισμοί που να περιορίζουν την απώλεια εδαφολογικών λειτουργιών κατά τη κατασκευή και χρήση των οικοδομών.
Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν αποτελούν διεξοδικό κατάλογο των πιθανών πολιτικών και μέτρων σε σχέση με την προστασία του εδάφους αλλά επισύρουν τη προσοχή στις εκτεταμένες αλλαγές που ενδεχομένως να προκύψουν στη χωροταξική/πολεοδομική πολιτική εάν υιοθετηθεί η οδηγία ως έχει. Για αυτό το λόγο θα ήταν συνετό όπως το δημόσιο εμπλακεί όσο το δυνατό ενωρίτερα σε μία προσπάθεια αξιολόγησης της εδαφολογικής κατάστασης στην Κύπρο, βάση της οποίας να μπορούν να ληφθούν έγκαιρες αποφάσεις για τη θεσμοθετημένη προστασία, διατήρηση και ορθολογική διαχείριση του εδάφους.
Μια καλή αρχή έχει γίνει με το πρόγραμμα Corine Land Cover 2000 από το Τμήμα Τηλεπισκόπησης του Υπουργείου Γεωργίας, παρόλο που ελλείπετε λεπτομέρειας και ιστορικών δεδομένων για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
*
Ο Στέφανος Γεωργιάδης BA (Hons) MSc DiUP είναι πολεοδόμος-χωροτάκτης stephan.georgiades@cytanet.com.cy