Της Τανιας Γεωργιοπουλου
Πώς θα αισθανόσασταν εάν μαθαίνατε ότι το φρέσκο ψάρι που γευθήκατε (και ακριβοπληρώσατε), εμπεριέχει Pseudomonas aeruginosa ή Vibrio vulnificus; Καταρχήν ψυχραιμία, αλλά εφεξής προσοχή, καθώς σίγουρα όλοι μας έχουμε πέσει θύματα …«γαστριμαργικής υποβάθμισης».
Ναι, είναι αλήθεια, ψάρια μετά αρκετών μικροβίων φτάνουν στο τραπέζι μας ως αποτέλεσμα της ρύπανσης της θάλασσας, αλλά και των κακών συνθηκών διαχείρισης των αλιευμάτων. Η φρεσκάδα του ψαριού συχνά εξαρτάται από τις συνθήκες συντήρησής του και όχι κατ' ανάγκην από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή της αλίευσης μέχρι να φτάσει στο πιάτο μας.
Yψηλές συγκεντρώσεις
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Πατρών που πραγματοποίησαν σχετικές μετρήσεις σε δείγματα ψαριών από τη στιγμή της αλίευσης έως και τη διάθεσή τους στην αγορά, εντόπισαν πλήθος παθογόνων μικροβίων σε υψηλές συγκεντρώσεις. Σε ένα συγκεκριμένο δείγμα μάλιστα, εντοπίστηκε μικρόβιο που «κανονικά» βρίσκεται μόνο σε… ενδονοσοκομειακά απόβλητα. Οπως επισημαίνει στην «Κ» η επιστημονική υπεύθυνη της μελέτης που πραγματοποιήθηκε από το τμήμα Βιολογίας -Μονάδα Ρύπανσης, Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Οικοτοξικολογίας του πανεπιστημίου- κ. Ιωάννα Ηλιοπούλου «ό,τι ρίχνουμε στη θάλασσα, τελικά θα φτάσει στο πιάτο μας». Οπως η ίδια εξηγεί, τα ψάρια αλιεύονται ήδη επιβαρυμένα με μικρόβια λόγω της μόλυνσης των θαλασσών, αλλά η κατάσταση επιδεινώνεται από την κακή διαχείρισή τους τόσο μέσα στο σκάφος, από τους αλιείς, όσο και έως ότου φτάσουν στα σημεία πώλησης.
«Τα ψάρια πρέπει μόλις αλιεύονται να μπαίνουν σε πάγο και όχι σε θαλασσινό νερό όπως συνηθίζεται», τονίζει η κ. Ηλιοπούλου. Χαρακτηριστικά, ένα ψάρι που έχει συντηρηθεί σε πάγο σε 0 βαθμούς Κελσίου μπορεί να αντέξει έως και 19 ημέρες, ενώ ένα ψάρι συντηρούμενο «απλώς» σε νερό μετά μία μόλις ημέρα είναι ακατάλληλο για κατανάλωση. Η ίδια, επισημαίνει πάντως ότι σε λίγες περιπτώσεις το μικροβιακό φορτίο που ανιχνεύτηκε στα δείγματα που εξετάστηκαν μετρήθηκε σε συγκεντρώσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν άμεσα προβλήματα υγείας. Σαφώς όμως πρόκειται για ψάρια υποβαθμισμένα που δεν προσφέρουν στους καταναλωτές τα θετικά στοιχεία που νομίζουν ότι λαμβάνουν τρώγοντας υγιεινά. «Κακή ποιότητα ψαριού σημαίνει ψάρι που η διατροφική του αξία είναι σαφώς υποβαθμισμένη», τονίζει η κ. Ηλιοπούλου.
Η αρχή του προβλήματος βρίσκεται στη θάλασσα, καθώς οι θάλασσες είναι ρυπασμένες. Οταν λοιπόν τα ψάρια αλιεύονται, ήδη είναι «φορείς» κάποιων μικροβίων (λίγα σε αριθμό) που πολλαπλασιάζονται εφόσον βρεθούν στο κατάλληλο περιβάλλον.
Από τα δείγματα που εξετάστηκαν, τα ψάρια που είχαν διατηρηθεί σε πάγο βρέθηκαν να έχουν ελάχιστο μικροβιακό φορτίο. Αντίθετα εκείνα που είχαν «διατηρηθεί» σε νερό περιείχαν έως και δέκα φορές περισσότερα μικρόβια ανά γραμμάριο. Πρόκειται για μικρόβια όπως το Pseudomonas aeruginosa & Vibrio vulnificus, που σε αυξημένο αριθμό μπορούν να προκαλέσουν σηψαιμία, λοιμώξεις, ενδοκαρδίτιδα και ενδομητρίτιδα και γαστρεντερικές διαταραχές και το Vibrio alginolyticus που έχει ενοχοποιηθεί για δερματίτιδες και ωτίτιδες…
Δείκτης η ισταμίνη
Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης την ισταμίνη στα δείγματα, χημική ουσία που εκκρίνει ένας οργανισμός που έχει επιμολυνθεί από μεγάλο αριθμό μικροβίων. Ετσι τα επίπεδα της ισταμίνης αποτελούν δείκτη για τη φρεσκότητα και τελικά την καταλληλότητα ενός ψαριού. Αλλεργία, υπόταση, έξαψη και πονοκέφαλος είναι μερικά από τα συμπτώματα που μπορεί να εκδηλώσει κάποιος εφόσον καταναλώσει τρόφιμα με υψηλά επίπεδα ισταμίνης. Από τα δείγματα που ελέγχθηκαν εκείνα που είχαν συντηρηθεί σε νερό εμφάνιζαν υψηλές συγκεντρώσεις ισταμίνης στη σάρκα (8-10mg ανά 100 gr), στοιχείο που καθιστά το ψάρι σαφώς υποβαθμισμένο. Σε κάποιες περιπτώσεις τα επίπεδα ισταμίνης που ανιχνεύτηκαν ξεπερνούσαν τα 12 mg ανά 100 gr (το όριο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι τα 15 mg ανά 100 gr).
Οπως επισημαίνει στην «Κ» η κ. Ηλιοπούλου μπορεί να μην πρόκειται για προϊόντα επικίνδυνα για την υγεία, αλλά πρόκειται σαφώς για υποβαθμισμένα προϊόντα. Και αν αναλογιστούμε ότι το ψάρι θεωρείται ένα προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας το οποίο συχνά πληρώνουμε ακριβά, αυτή η παράμετρος είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Τα δείγματα αφορούν σε ψάρια που έχουν αλιευτεί στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου στα ανοιχτά του Πατραϊκού κόλπου, στον Κορινθιακό και στα ανοιχτά της Κυλλήνης. Τη μελέτη πραγματοποίησαν οι κ. Δανάη Βενιέρη, λέκτορας Πολυτεχνείου Κρήτης, ο κ. Χρήστος Θεοδωρόπουλος, M.Sc. βιολόγος - Περιβαλλοντολόγος και η κ. Μαρία Λαγκαδινού, M.Sc. φυσικός - περιβαλλοντολόγος.
Τι πρέπει να προσέχουμε
- Αγοράζουμε πάντα ψάρια που συντηρούνται σε πάγο και όχι σε νερό ή βρίσκονται απλώς πάνω σε ένα πάγκο.
- Τα δοχεία μέσα στα οποία βρίσκονται τα ψάρια θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το νερό από την τήξη του πάγου να «φεύγει» και να μην μένει μέσα στο δοχείο.
- Τα τελάρα θα πρέπει να είναι πλαστικά και ρηχά και όχι ξύλινα, τα οποία απαγορεύονται από τη νομοθεσία, καθώς ευνοούν την ανάπτυξη μικροβίων.
- Στο σπίτι είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε γάντια κατά τη διαχείριση των αλιευμάτων.
© 2009 H KAΘHMEPINH All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου